- τάλε-κουαλε
- 1. επίρρ. точь-в-точь;2. επίθ. άκλ. похожий, схожий, подобный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τάλε κουάλε — επίρρ. τροπ. (λ. ιταλ.), όμοια, παρόμοια: Τα φερσίματά του είναι τάλε κουάλε σαν του πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τάλε κουάλε — Ν άκλ. (ξεν.) 1. επίρρ. α) περίπου όμοια β) ακριβώς το ίδιο 2. ως επίθ. όμοιος, παρόμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tale quale] … Dictionary of Greek